- μεμελανωμένος
- μελανόομαιto beperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεμελανωμένως — (Α) επίρρ. με σκοτεινό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμελανωμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. μελανῶ] … Dictionary of Greek